ακροστόλιο

ακροστόλιο
Το σύνολο από γλυπτά ή ζωγραφιστά στολίδια που υπήρχαν στο ελαφρύ σανίδωμα, στις πλώρες των παλιών καραβιών. Παλαιότερα, έδιναν πολύ προσοχή στον εξωτερικό διάκοσμο των πλοίων. Συνήθιζαν να χρωματίζουν τα πλοία με ωραία χρώματα ή να σκαλίζουν διάφορα στολίδια. Πολλές φορές τα α. όπως και τα ακρόπρωρα ήταν πραγματικά έργα τέχνης κατασκευασμένα ορισμένες φορές από μεγάλους γλύπτες, όπως ο Κολόμπ, ή ο Ζιραρντόν, για ορισμένα καράβια του γαλλικού στόλου.
* * *
το (Α ἀκροστόλιον)
συμβολική διακόσμηση μορφής ασπίδας ή περικεφαλαίας που υπήρχε στην πλώρη αρχαίων ελληνικών ή ρωμαϊκών πλοίων. Τοποθετούνταν εκεί με σκοπό να εξευμενιστούν οι θεοί τής θάλασσας ή να απομακρυνθούν τα κακά. Ήταν ο πρόδρομος τού διακοσμημένου ακρόπρωρου*.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀκρο- (Ι) + -στόλιον < στόλος].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • κόρυμβος — Το ακρότατο σημείο βουνού καθώς και πλοίου (ακροστόλιο)· επίσης, ο γυναικείος κότσος. (Αστρον.) Βλ. λ. άπηξ. (Βοταν.) Ένας από τους τύπους των βοτρυωδών (μονοποδιακών) ταξιανθιών των φυτών, όπου οι μίσχοι των χαμηλότερων στον βλαστό λουλουδιών ή… …   Dictionary of Greek

  • άφλαστο — Έτσι ονομαζόταν το πάνω άκρο της πρύμνης των αρχαίων καραβιών. Κατασκευασμένο από λεπτές σανίδες, καμπυλωμένες προς τα πάνω και προς το εσωτερικό του καραβιού, χρησίμευε για να προφυλάξει τον κυβερνήτη του από τις δυσμενείς καιρικές συνθήκες. Η… …   Dictionary of Greek

  • ακροφίγουρο — το το ακροστόλιο*, το ακρόπρωρο*. [ΕΤΥΜΟΛ. < ακρο (Ι) + φιγούρι] …   Dictionary of Greek

  • ακρόστολον — ἀκρόστολον, το (Α) το ακροστόλιο …   Dictionary of Greek

  • ασλάνι — το 1. το λιοντάρι 2. το παλληκάρι 3. πολωνικό νόμισμα με παράσταση λιονταριού 4. ακροστόλιο, φιγούρα καραβιού. [ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. aslan «λιοντάρι»] …   Dictionary of Greek

  • κραίρα — κραῑρα, ἡ (Α) (κατὰ τὸν Ησύχ.) 1. κορυφή, κεφαλή 2. ακροστόλιο. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. έχει προέλθει κατ απόσπαση από σύνθετες λέξεις, όπως εὔ κραιρα, ὀρθό κραιρα (πρβλ. αψίς < αψί χολος, κοντός, κουτσός κ.ά.). Ο τ. προήλθε < *κρᾱ ρή, *κρᾱσ ρ +… …   Dictionary of Greek

  • παντόμορφος — ον, Α 1. πάμμορφος* 2. το αρσ. ως ουσ. ὁ παντόμορφος α) το Σύμπαν β) γλυπτή μορφή ως ακροστόλιο πλοίου, πιθ. ο Πρωτεύς. [ΕΤΥΜΟΛ. < παντ(ο) * + μορφος (< μορφή), πρβλ. πολύ μορφος] …   Dictionary of Greek

  • πτυχίς — ίδος, ἡ, Α 1. πλάκα («μαρμάρων πτυχίς» Προκ. Γαζ.) 2. σανίδα τής πρύμνης, ακροστόλιο πάνω στο οποίο ήταν γραμμένη η ονομασία τού πλοίου. [ΕΤΥΜΟΛ. < πτυχή + κατάλ. ίς, ίδος (πρβλ. γραφ ίς, ραφ ίς)] …   Dictionary of Greek

  • σημείο — Μια από τις αρχικές έννοιες, στις οποίες βασίζεται η ευκλείδεια γεωμετρία· για τον Ευκλείδη το σ. ήταν κάτι, που «δεν είχε μέρη» («σημείον δ’ έστΐν ού μέρος ούδέν»), το αδιαίρετο στοιχείο (χωρίς διαστάσεις), το πρώτο συστατικό στοιχείο του χώρου …   Dictionary of Greek

  • στόλος — Το σύνολο των πολεμικών πλοίων ενός κράτους, καθώς και το σύνολο των εμπορικών πλοίων μιας χώρας ή μιας εφοπλιστικής εταιρείας. Όσον αφορά τις πολεμικές μονάδες, ο ίδιος όρος μπορεί επίσης να δείχνει μέρη μόνο του συνόλου των πολεμικών πλοίων… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”